ομωνυμία

ομωνυμία
η (ΑΜ ὁμωνυμία) [ομώνυμος]
1. το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με κάποιον ή κάτι άλλο, ταυτότητα ονόματος
2. (ρητ.) η επανάληψη μιας λέξης με διαφορετική ή και με αντίθετη σημασία, αλλ. ανάκλαση
νεοελλ.
μαθημ. η ύπαρξη τού ίδιου παρονομαστή σε κλάσματα
μσν.-αρχ.
αμφιβολία που δημιουργείται από λέξη με ασαφή ή διφορούμενη σημασία, αμφιλογία
αρχ.
1. ύπαρξη πολλών εννοιών σε μία λέξη
2. ομόηχη λέξη με διαφορετική σημασία, αμφίλογη λέξη
3. απατηλή, δόλια χρήση τής ομωνυμίας, τής ταυτότητας τού ονόματος («μηδ' ἀλλοτρίαις ἀσφαλείαις ἤ ὁμωνυμία κεχρῆσθαι», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμωνυμία — ὁμωνυμίᾱ , ὁμώνυμος having the same name fem nom/voc/acc dual ὁμωνυμίᾱ , ὁμώνυμος having the same name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱ , ὁμωνύμιος fem nom/voc/acc dual ὁμωνυμίᾱ , ὁμωνύμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωνυμίᾳ — ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμώνυμος having the same name fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνύμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίαι , ὁμωνυμία a having the same name fem nom/voc pl ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνυμία a having the same name fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωνυμίας — ὁμωνυμίᾱς , ὁμώνυμος having the same name fem acc pl ὁμωνυμίᾱς , ὁμώνυμος having the same name fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνύμιος fem acc pl ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνύμιος fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνυμία a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωνυμίαι — ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμώνυμος having the same name fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνύμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμία a having the same name fem nom/voc pl ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνυμία a having the same name fem dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωνυμίαν — ὁμωνυμίᾱν , ὁμώνυμος having the same name fem acc sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱν , ὁμωνύμιος fem acc sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱν , ὁμωνυμία a having the same name fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωνυμιῶν — ὁμωνυμία a having the same name fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομωνυμικός — ή, ό (Μ ὁμωνυμικός, ή, όν) [ομώνυμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομωνυμία μσν. (για τη λατρεία τής εικόνας τού Χριστού) αυτός που έχει διφορούμενη σημασία, διπλή έννοια. επίρρ... ομωνυμικώς (Μ ὁμωνυμικῶς) κατά ομωνυμία, με όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • ОМОНИМИЯ — (греч. ὁμωνυμία, от ὁμός – одинаковый и ὄνυμα – имя) – выражение семантически не связанных друг с другом значений одним и тем же языковым знаком – словом или к. л. др. лингвистич. образованием (напр., лук как растение и как оружие). От О. следует …   Философская энциклопедия

  • homonimia — ► sustantivo femenino LINGÜÍSTICA Igualdad entre dos vocablos desde el punto de vista fonológico u ortográfico, pero no semántico. * * * homonimia f. Gram. Relación entre homónimos. * * * homonimia. (Del lat. homonymĭa, y este del gr. ὁμωνυμία).… …   Enciclopedia Universal

  • βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”